- θυνναῖος
- θυνν-αῖος, α, ον,= θύννειος, τὸ θ.A an offering of the first tunny-fish caught, Antig. Car. ap. Ath.7.297e.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θυνναίος — θυνναῑος, αία, ον (Α) [θύννος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τόν(ν)ο, θύννειος* 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ θυνναῑον η προσφορά στον Ποσειδώνα τού πρώτου τόν(ν)ου που αλιεύθηκε … Dictionary of Greek
θύννος — Άλλη ονομασία του ψαριού τόνος (βλ. λ.), της ποικιλίας μαγιάτικο. Από την ονομασία του προέρχεται η λέξη θυννείο, που σημαίνει θαλάσσιο χώρο κοντά σε ακτή, με ρηχά νερά, που είναι περιφραγμένος με δίχτυα για το ψάρεμα κυρίως θ. * * * ο (ΑΜ θύννος … Dictionary of Greek